προκατακνίζω: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_2) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκατακνίζω''': [[κατακνίζω]] [[προηγουμένως]], Γαλην. ΙΙ, 279Β. | |lstext='''προκατακνίζω''': [[κατακνίζω]] [[προηγουμένως]], Γαλην. ΙΙ, 279Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[κατακόβω]] σε μικρά κομμάτια [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακνίζω]] «[[κόβω]] σε μικρά κομμάτια, [[κατακομματιάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A pick, trim first, ἀλωπεκίας Dsc.2.123 (Pass.), cf. Gal.19.456.
Greek (Liddell-Scott)
προκατακνίζω: κατακνίζω προηγουμένως, Γαλην. ΙΙ, 279Β.
Greek Monolingual
Α
κατακόβω σε μικρά κομμάτια προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακνίζω «κόβω σε μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω»].