προκαταθήγω: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαταθήγω''': προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ. | |lstext='''προκαταθήγω''': προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[ακονίζω]] [[κάτι]] από [[μπροστά]] ή εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταθήγω]] «[[τροχίζω]], [[ακονίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A sharpen at the point before, Hsch. (Pass.).
German (Pape)
[Seite 728] vorn od. vorher schärfen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταθήγω: προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
ακονίζω κάτι από μπροστά ή εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθήγω «τροχίζω, ακονίζω»].