προλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προλαγχάνω''': [[λαγχάνω]] πρότερον, προείληχε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1159.
|lstext='''προλαγχάνω''': [[λαγχάνω]] πρότερον, προείληχε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1159.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] με κλήρο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] ως τυχερό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λαγχάνω]] «[[αποκτώ]] με κλήρο»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλαγχάνω Medium diacritics: προλαγχάνω Low diacritics: προλαγχάνω Capitals: ΠΡΟΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: prolanchánō Transliteration B: prolanchanō Transliteration C: prolagchano Beta Code: prolagxa/nw

English (LSJ)

   A obtain by lot first, Ar.Ec.1159; obtain as a perquisite, SIG57.10 (Milet., v B.C.).

German (Pape)

[Seite 732] (s. λαγχάνω), vorher loofen, προείληχα, Ar. Eccl. 1159.

Greek (Liddell-Scott)

προλαγχάνω: λαγχάνω πρότερον, προείληχε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1159.

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω, αποκτώ κάτι με κλήρο πρώτος
2. αποκτώ κάτι ως τυχερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λαγχάνω «αποκτώ με κλήρο»].