προκυμία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(6_1)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκυμία''': (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, ([[κῦμα]]) [[προτείχισμα]] πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «[[μῶλος]]», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· [[οὕτως]] ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον [[προκυμία]] ἀντὶ προκυματία.
|lstext='''προκυμία''': (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, ([[κῦμα]]) [[προτείχισμα]] πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «[[μῶλος]]», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· [[οὕτως]] ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον [[προκυμία]] ἀντὶ προκυματία.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προκυμαία]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῡμία Medium diacritics: προκυμία Low diacritics: προκυμία Capitals: ΠΡΟΚΥΜΙΑ
Transliteration A: prokymía Transliteration B: prokymia Transliteration C: prokymia Beta Code: prokumi/a

English (LSJ)

ἡ, (κῦμα)

   A breakwater, J.BJ1.21.6; prob. for προκυμάτια (sic) in Id.AJ15.9.6.

Greek (Liddell-Scott)

προκυμία: (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, (κῦμα) προτείχισμα πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «μῶλος», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· οὕτως ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον προκυμία ἀντὶ προκυματία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. προκυμαία.