πρόσκτητος: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_17) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσκτητος''': -ον, ὁ [[προσέτι]] κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13. | |lstext='''πρόσκτητος''': -ον, ὁ [[προσέτι]] κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΝΑ [[προσκτῶμαι]]<br />αυτός που αποκτήθηκε επί [[πλέον]] ή [[μετέπειτα]], [[επίκτητος]]. | |||
}} | }} |