πρόσκλυσμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(6_22) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσκλυσμα''': τό, τὸ πρὸς πλύσιν ἢ θερμὸν λουτρὸν [[ὕδωρ]], Ὀρειβάσ. 157 Matth. | |lstext='''πρόσκλυσμα''': τό, τὸ πρὸς πλύσιν ἢ θερμὸν λουτρὸν [[ὕδωρ]], Ὀρειβάσ. 157 Matth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύσματος, τὸ, Α [[προσκλύζω]]<br /><b>1.</b> το ζεστό [[νερό]] που χρησιμοποιείται για [[πλύσιμο]] ή [[λούσιμο]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) το [[νερό]] που χρησιμοποιείται για το [[λούσιμο]] των μαλλιών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A lotion, Dsc.1.115, Antyll. ap. Orib.9.23 tit.; mouthwash, Archig. ap. Orib.8.1.39; hair-wash, Herod.Med. ap. Orib.10.17.1.
German (Pape)
[Seite 770] τό, dasjenige, womit man ausspült, Spülwasser, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκλυσμα: τό, τὸ πρὸς πλύσιν ἢ θερμὸν λουτρὸν ὕδωρ, Ὀρειβάσ. 157 Matth.
Greek Monolingual
-ύσματος, τὸ, Α προσκλύζω
1. το ζεστό νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο ή λούσιμο
2. (κυρίως) το νερό που χρησιμοποιείται για το λούσιμο των μαλλιών.