προωμοσία: Difference between revisions
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
(6_10) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προωμοσία''': ἡ, «[[προωμοσία]] μὲν [[ὅρκος]] ὃν ὁ [[κατήγορος]] προομνύει ἦ μὴν ἀληθῆ κατηγορεῖν» [[Πολυδ]]. Η', 55, πρβλ. [[ἀντωμοσία]]. | |lstext='''προωμοσία''': ἡ, «[[προωμοσία]] μὲν [[ὅρκος]] ὃν ὁ [[κατήγορος]] προομνύει ἦ μὴν ἀληθῆ κατηγορεῖν» [[Πολυδ]]. Η', 55, πρβλ. [[ἀντωμοσία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[προόμνυμι]]<br />(στο αττ. δίκ.) προδικαστική [[πράξη]] [[κατά]] την οποία ο [[κατήγορος]] υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει [[κατά]] του αντιδίκου του ήταν αληθινά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A prosecutor's affidavit, Poll.8.55.
German (Pape)
[Seite 801] ἡ vorhergehender Eid, Poll. 8, 55.
Greek (Liddell-Scott)
προωμοσία: ἡ, «προωμοσία μὲν ὅρκος ὃν ὁ κατήγορος προομνύει ἦ μὴν ἀληθῆ κατηγορεῖν» Πολυδ. Η', 55, πρβλ. ἀντωμοσία.
Greek Monolingual
η, ΝΑ προόμνυμι
(στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά του αντιδίκου του ήταν αληθινά.