προχόη: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_9)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προχόη''': ἡ, = [[πρόχοος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399.
|lstext='''προχόη''': ἡ, = [[πρόχοος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[προχέω]]<br />η [[πρόχους]] («χρυσέην τήν δ' ἔθετο προχόην», Αλκίφρ).
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχόη Medium diacritics: προχόη Low diacritics: προχόη Capitals: ΠΡΟΧΟΗ
Transliteration A: prochóē Transliteration B: prochoē Transliteration C: prochoi Beta Code: proxo/h

English (LSJ)

(B), ἡ,

   A = πρόχοος 1, A.R.1.456, AP6.292 (Hedyl.), Alciphr.3.47.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, = πρόχοος; poet. bei Suid.; Ap. Rh. 1, 456. S. auch προχύτης.

Greek (Liddell-Scott)

προχόη: ἡ, = πρόχοος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399.

Greek Monolingual

ἡ, Α προχέω
η πρόχους («χρυσέην τήν δ' ἔθετο προχόην», Αλκίφρ).