πρωτογέννητος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(6_16) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτογέννητος''': -ον, = [[πρωτογενής]], Ποιητὴς ἐν Παρισ. Ἀνεκδ. Cramer 4. 270. | |lstext='''πρωτογέννητος''': -ον, = [[πρωτογενής]], Ποιητὴς ἐν Παρισ. Ἀνεκδ. Cramer 4. 270. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτογέννητος]], -ον, ΝΜΑ [[πρωτογεννῶ]]<br />αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], ο [[πρωτότοκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,=
A primo genitus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 805] = πρωτογενής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτογέννητος: -ον, = πρωτογενής, Ποιητὴς ἐν Παρισ. Ἀνεκδ. Cramer 4. 270.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτογέννητος, -ον, ΝΜΑ πρωτογεννῶ
αυτός που γεννήθηκε πρώτος, ο πρωτότοκος.