πύραυνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(eksahir)
(35)
Line 15: Line 15:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[brasero de carbones]]
|esgtx=[[brasero de carbones]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[πύραινος]] Α<br />μεταλλικό ή και πήλινο φορητό [[αγγείο]] ανοιχτό [[προς]] τα [[επάνω]] στο οποίο ανάβεται [[φωτιά]] [[είτε]] για [[θέρμανση]], όπως [[είναι]] το [[μαγκάλι]], [[είτε]] για [[ετοιμασία]] φαγητού, όπως [[είναι]] η [[φουφού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πύραυνος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αλέξιδος και άλλων κωμικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αὔω</i> «[[ανάβω]] [[φωτιά]]», σχηματισμένο πιθ. [[κατά]] το [[βαῦνος]] «[[κλίβανος]], [[κάμινος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύραυνος Medium diacritics: πύραυνος Low diacritics: πύραυνος Capitals: ΠΥΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: pýraunos Transliteration B: pyraunos Transliteration C: pyravnos Beta Code: pu/raunos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (αὔω (A))

   A pan of coals, Poll.6.88: neut.sg.πύραυνον Id.10.104.    II = ὁ πῦρ ἐναυόμενος, Phot., Eust.1547.64.—Name of plays by Alexis and others.

Greek (Liddell-Scott)

πύραυνος: ὁ, (αὔω) ἀγγεῖον ἔχον ἐμπύρους ἄνθρακας, βαῦνος, «μαγκάλι», Πολυδ. Ϛ΄, 88., Ι΄, 104.
ΙΙ. ὁ ἀνάπτων πῦρ, Φώτ., Εὐστ. - Ὄνομα κωμῳδιῶν ὑπὸ τοῦ Ἀλέξιδος καὶ ἄλλων, Meineke Κωμικ. 1. 394.

Spanish

brasero de carbones

Greek Monolingual

ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Α
μεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφού
αρχ.
1. αυτός που παίρνει φωτιά
2. ως κύριο όν. Πύραυνος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος και άλλων κωμικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά», σχηματισμένο πιθ. κατά το βαῦνος «κλίβανος, κάμινος»].