πυράμη: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠράμη''': [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298.
|lstext='''πῠράμη''': [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και πυράμμη Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκάφη]] τών σιδηρουργών [[μέσα]] στην οποία σβήνεται σε [[νερό]] ο πυρακτωμένος [[σίδηρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />σκαπτικό γεωργικό [[εργαλείο]], [[φτυάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἄμη</i> «σκαπτικό γεωργικό [[εργαλείο]], [[φτυάρι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠράμη Medium diacritics: πυράμη Low diacritics: πυράμη Capitals: ΠΥΡΑΜΗ
Transliteration A: pyrámē Transliteration B: pyramē Transliteration C: pyrami Beta Code: pura/mh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,= ἄμη, Sch.Ar.Pax 298 (pl.); =

   A vatillum, Gloss.; written πυράμμη, ib.

German (Pape)

[Seite 820] ἡ, = ἄμη, Feuereimer, Erkl. der Schol. Ar. Pax 299. 426, neugriechisch.

Greek (Liddell-Scott)

πῠράμη: [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πυράμμη Α
νεοελλ.
σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος
αρχ.
σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»].