πτωχόκομπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(6_17) |
(35) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτωχόκομπος''': -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ. | |lstext='''πτωχόκομπος''': -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[πτωχαλαζόνας]], [[ψωροπερήφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>κομπος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πτωχόκομπος: -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
πτωχαλαζόνας, ψωροπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κόμπος (Ι) «κομπασμός» (πρβλ. ματαιό-κομπος)].