ῥέγχος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(6_20)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥέγχος''': ῥέγχω, ῥεγχώδης, ἴδε ῥεγκ-.
|lstext='''ῥέγχος''': ῥέγχω, ῥεγχώδης, ἴδε ῥεγκ-.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ῥέγκος]], τὸ, Α<br />[[ροχαλητό]], [[ρεγχασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ῥέγχος]] / [[ῥέγκος]] συνδέονται με το ρ. [[ῥέγχω]] / [[ῥέγκω]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέγχος Medium diacritics: ῥέγχος Low diacritics: ρέγχος Capitals: ΡΕΓΧΟΣ
Transliteration A: rhénchos Transliteration B: rhenchos Transliteration C: regchos Beta Code: r(e/gxos

English (LSJ)

ῥέγχω, ῥεγχώδης,

   A v. ῥεγκ-. ῥέδα, ῥέδιον, v. ῥαῖδα, ῥαίδιον. ῥέδδω, v. ῥέζω (A). ῥέεθρον, Ion. and poet. for ῥεῖθρον (q.v.).

German (Pape)

[Seite 837] τό, = ῥέγκος, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέγχος: ῥέγχω, ῥεγχώδης, ἴδε ῥεγκ-.

Greek Monolingual

και ῥέγκος, τὸ, Α
ροχαλητό, ρεγχασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥέγχος / ῥέγκος συνδέονται με το ρ. ῥέγχω / ῥέγκω.