ῥόμος: Difference between revisions
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(6_15) |
(36) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥόμος''': ὁ, ὁ ἐν τοῖς ξύλοις γινόμενος [[σκώληξ]], Λατ. teredo, Ἀρκάδ. 59, Ἡσύχ. | |lstext='''ῥόμος''': ὁ, ὁ ἐν τοῖς ξύλοις γινόμενος [[σκώληξ]], Λατ. teredo, Ἀρκάδ. 59, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ῥόμοξ]], ὁ, Α<br />το [[σκουλήκι]] του ξύλου, το [[σαράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ. τ. <i>wŗm</i>-<i>os</i> «[[σκουλήκι]]» με φωνηεντισμό -<i>ρο</i>- (πιθ.<br />διαλεκτικό) και συνδέεται με το βοιωτ. ανθρωπωνύμιο <i>Fάρμιχος</i> και [[επίσης]] με τα: γοτθ. <i>waurms</i>, γερμ. <i>Wurm</i> και το λατ. <i>vermis</i> (<b>πρβλ.</b> και λ. [[ἕλμινς]]). Οι τ. ανάγονται πιθ. στην ευρύτατη ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- «[[γυρίζω]], ελίσσομαι» (<b>πρβλ.</b> [[ρέμβομαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A wood-worm, Arc.59.24; ῥόμοξ, Hsch.(s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥόμος: ὁ, ὁ ἐν τοῖς ξύλοις γινόμενος σκώληξ, Λατ. teredo, Ἀρκάδ. 59, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και ῥόμοξ, ὁ, Α
το σκουλήκι του ξύλου, το σαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ. τ. wŗm-os «σκουλήκι» με φωνηεντισμό -ρο- (πιθ.
διαλεκτικό) και συνδέεται με το βοιωτ. ανθρωπωνύμιο Fάρμιχος και επίσης με τα: γοτθ. waurms, γερμ. Wurm και το λατ. vermis (πρβλ. και λ. ἕλμινς). Οι τ. ανάγονται πιθ. στην ευρύτατη ΙΕ ρίζα wer- «γυρίζω, ελίσσομαι» (πρβλ. ρέμβομαι)].