σάλευμα: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(6_21)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάλευμα''': τό, (σᾰλεύω) [[κίνησις]] [[ἀσταθής]], «κούνημα», [[σάλος]], κλονισμός, Ἀρτεμίδ. 1. 79· σάλ. πολεμικὸν ἵππου Δίων Χρ. 2. 326.
|lstext='''σάλευμα''': τό, (σᾰλεύω) [[κίνησις]] [[ἀσταθής]], «κούνημα», [[σάλος]], κλονισμός, Ἀρτεμίδ. 1. 79· σάλ. πολεμικὸν ἵππου Δίων Χρ. 2. 326.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[σάλεμα]] Ν [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> μικρή [[μετακίνηση]], [[μετατόπιση]]<br /><b>2.</b> [[απώλεια]] της ισορροπίας ενός πράγματος από [[φυσικά]] ή τεχνητά αίτια, [[ταλάντευση]], [[λίκνισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απώλεια]] του λογικού ειρμού τών σκέψεων, [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασταθής]] [[κίνηση]], [[κυματισμός]], [[σάλος]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλευμα Medium diacritics: σάλευμα Low diacritics: σάλευμα Capitals: ΣΑΛΕΥΜΑ
Transliteration A: sáleuma Transliteration B: saleuma Transliteration C: salevma Beta Code: sa/leuma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,

   A oscillation, in pl., Artem.1.79 (in marg.); σ. πολεμικὸν ἵππου D.Chr.63.4.

German (Pape)

[Seite 859] τό, wie σάλος, Bewegung, Erschütterung, Artemid. 1, 79; σ. πολεμικὸν ἵππου, der rasche, kriegerische Schritt eines Pferdes, Dio Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

σάλευμα: τό, (σᾰλεύω) κίνησις ἀσταθής, «κούνημα», σάλος, κλονισμός, Ἀρτεμίδ. 1. 79· σάλ. πολεμικὸν ἵππου Δίων Χρ. 2. 326.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σάλεμα Ν σαλεύω
1. μικρή μετακίνηση, μετατόπιση
2. απώλεια της ισορροπίας ενός πράγματος από φυσικά ή τεχνητά αίτια, ταλάντευση, λίκνισμα
νεοελλ.
μτφ. απώλεια του λογικού ειρμού τών σκέψεων, παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
ασταθής κίνηση, κυματισμός, σάλος.