σακκώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
(6_18) |
(36) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σακκώνυμος''': -ον, ὁ λαβὼν τὸ [[ὄνομα]] ἐκ σάκκου, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 183. | |lstext='''σακκώνυμος''': -ον, ὁ λαβὼν τὸ [[ὄνομα]] ἐκ σάκκου, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 183. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου το όνομα προέρχεται από την [[λέξη]] [[σάκκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πτερ</i>-<i>ώνυμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A named from a sack, Sch.Lyc.183.
Greek (Liddell-Scott)
σακκώνυμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἐκ σάκκου, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 183.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου το όνομα προέρχεται από την λέξη σάκκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πτερ-ώνυμος].