σαρκοκήλη: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_11)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκοκήλη''': ἡ, πρήξιμον σκιρρῶδες περὶ τοὺς ὄρχεις, Πολύδ. Δ΄, 203, Γαλην.· ― σαρκοκηλικός, ὁ πάσχων ἐκ σαρκοκήλης, ὁ αὐτ.
|lstext='''σαρκοκήλη''': ἡ, πρήξιμον σκιρρῶδες περὶ τοὺς ὄρχεις, Πολύδ. Δ΄, 203, Γαλην.· ― σαρκοκηλικός, ὁ πάσχων ἐκ σαρκοκήλης, ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />μη χρησιμοποιούμενη [[πλέον]] [[ονομασία]] διογκώσεων ποικίλης φύσης τών όρχεων και της επιδιδυμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κήλη]]. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sarcocele</i>].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοκήλη Medium diacritics: σαρκοκήλη Low diacritics: σαρκοκήλη Capitals: ΣΑΡΚΟΚΗΛΗ
Transliteration A: sarkokḗlē Transliteration B: sarkokēlē Transliteration C: sarkokili Beta Code: sarkokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles, cels.7.18.10, Poll.4.203, Gal.7.729.

German (Pape)

[Seite 863] ἡ, ein Fleischgewächs am Hodensacke, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοκήλη: ἡ, πρήξιμον σκιρρῶδες περὶ τοὺς ὄρχεις, Πολύδ. Δ΄, 203, Γαλην.· ― σαρκοκηλικός, ὁ πάσχων ἐκ σαρκοκήλης, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
μη χρησιμοποιούμενη πλέον ονομασία διογκώσεων ποικίλης φύσης τών όρχεων και της επιδιδυμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κήλη. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. sarcocele].