σαπρόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(6_18) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαπρόστομος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν πνοὴν τοῦ στόματος βρωμεράν, βρωμόστομος, Στοβ. 72. 53. | |lstext='''σαπρόστομος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν πνοὴν τοῦ στόματος βρωμεράν, βρωμόστομος, Στοβ. 72. 53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου το [[στόμα]] αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]], που πάσχει από [[κακοσμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>, [[κακό]]-<i>στομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with foul breath, Arist. ap. Stob.3.5.42.
German (Pape)
[Seite 862] mit faulem, stinkendem Munde, Athem, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
σαπρόστομος: -ον, ὁ ἔχων τὴν πνοὴν τοῦ στόματος βρωμεράν, βρωμόστομος, Στοβ. 72. 53.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου το στόμα αναδίδει δυσάρεστη οσμή, που πάσχει από κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].