σείσων: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(6_19) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σείσων''': -ονος, ὁ, ([[σείω]]) [[ἀγγεῖον]] πήλινον, ἐν ᾧ ἐνεσείοντον οἱ κύαμοι ψηνόμενοι, [[οἷον]] [[σήμερον]] τό ἐν ᾧ ψήνουσι τὸν καφέν, «καβουρδιστῆρι» (Τουρκ.), Ἄλεξ. ἐν «Λημ.» 1, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 3. Ὡσαύτως [[σειεύς]], έως, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄ 181. | |lstext='''σείσων''': -ονος, ὁ, ([[σείω]]) [[ἀγγεῖον]] πήλινον, ἐν ᾧ ἐνεσείοντον οἱ κύαμοι ψηνόμενοι, [[οἷον]] [[σήμερον]] τό ἐν ᾧ ψήνουσι τὸν καφέν, «καβουρδιστῆρι» (Τουρκ.), Ἄλεξ. ἐν «Λημ.» 1, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 3. Ὡσαύτως [[σειεύς]], έως, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄ 181. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />πήλινο [[αγγείο]] στο οποίο κουνούσαν τα [[κουκιά]] [[καθώς]] τα έψηναν, [[καβουρντιστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σείω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> [[καίω]]: [[καύσων]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, (σείω)
A earthen vessel in which beans were shaken while being roasted, Alex.134, Axionic.7. Also σειεύς, έως, ὁ, Poll. 7.181 (s. v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
σείσων: -ονος, ὁ, (σείω) ἀγγεῖον πήλινον, ἐν ᾧ ἐνεσείοντον οἱ κύαμοι ψηνόμενοι, οἷον σήμερον τό ἐν ᾧ ψήνουσι τὸν καφέν, «καβουρδιστῆρι» (Τουρκ.), Ἄλεξ. ἐν «Λημ.» 1, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 3. Ὡσαύτως σειεύς, έως, ὁ, Πολυδ. Ζ΄ 181.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
πήλινο αγγείο στο οποίο κουνούσαν τα κουκιά καθώς τα έψηναν, καβουρντιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σείω + επίθημα -ων (πρβλ. καίω: καύσων)].