σημειοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σημαιοφόρος]].<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], [[φέρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σημαιοφόρος]].<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />(για αγίους) [[θαυματουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σημαιοφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> αυτός που μεταδίδει το [[σύνθημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειοφόρος Medium diacritics: σημειοφόρος Low diacritics: σημειοφόρος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sēmeiophóros Transliteration B: sēmeiophoros Transliteration C: simeioforos Beta Code: shmeiofo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A standard-bearer, Sammelb.599.7, al. (Ptolemaic), D.H.8.65, Plu. Brut.43:—also σημεαφόρος BGU600.10,12 (ii/iii A.D.), PFlor.278 iii 30 (iii A.D.), IGRom.3.57 (Prusias), CIG4957e (Egypt); σημηαφόρος Sammelb.979.7 (Alexandria, i A.D.), CIL3.6026 (Syene), Stud.Pal.22.92 (iii A.D.); σημιαφόρος Supp.Epigr.6.535 (Isauria), Judeich Altertümer von Hierapolis No.153; σημιαφώρος PHamb. 39No.16; σιμιαφόρος ib.No.45 (ii A.D.); σημαιαφόρος (with v.l. σημαιοφόρος) Plb.6.24.6, J.BJ6.1.7; σημαιοφόρος also in Plu.Galb. 22.    II = σημεία 1.1 b, in form σημιαφόρος, Jahresh.13.201 (Alabanda, ii A.D.).    III signaller, Ascl.Tact.2.9, 6.3.

German (Pape)

[Seite 875] = σημαιοφόρος; Plut. Brut. 43 D. Hal. 8, 65.

Greek (Liddell-Scott)

σημειοφόρος: -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ σημαιοφόρος παρὰ τῷ Διον. Ἁλ. 8. 65, Πλουτ. Βροῦτ. 43. ΙΙ. ὁ ποιῶν θαύματα, θαυματουργός, Βυζ. - Ρῆμα σημειοφορέω, Εὐστ. Θεσσ. σ. 672, ἔκδ. Mi.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σημαιοφόρος.
Étymologie: σημεῖον, φέρω.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
(για αγίους) θαυματουργός
αρχ.
1. ο σημαιοφόρος
2. στρ. αυτός που μεταδίδει το σύνθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -φόρος].