σιβύνη: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σιγύνης]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d’autres noms d’instruments. | |btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σιγύνης]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d’autres noms d’instruments. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[συβίνη]] και [[συβήνη]], ἡ, και [[σιβύνης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> θηρευτική [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] είδους [[λόγχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ύνη</i> τών λ. που φανερώνουν όργανο (<b>πρβλ.</b> <i>κορ</i>-<i>ύνη</i>, <i>τορ</i>-<i>ύνη</i>). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., [[γεγονός]] που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. <i>sibyna</i> / <i>sybina</i>, που θεωρήθηκε ιλλυρικό [[δάνειο]]. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. [[σιβύνη]] [[είναι]] [[κυπριακός]] τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική [[ρίζα]] και συνδέεται με τα: περσ. <i>z</i><i>ō</i><i>p</i><i>ī</i><i>n</i> (<b>πρβλ.</b> [[ζιβύνη]]), αρμεν. <i>s</i><i>ә</i><i>v</i><i>ī</i><i>n</i>, συρ. <i>swbyn</i> με σημ. «[[λόγχη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, and σῐβύνης [ῠ], ου, ὁ, Alex.131 (fem.), AP7.421 (Mel.), 6.93 (Antip., masc.):—
A hunting spear, and generally, spear, pike, D.S.18.27, 20.33:—also written ζιβύνη (q.v.), συβίνη, PCair.Zen.362.34 (iii B.C.), cf. [[συ[μ]βίνη[ς]]] (post συβήνη) · καπροβόλον, ἐμβόλιον, Hsch., but σιγύνης [ῡ] is prob. not related. (Illyrian acc. to Fest.p.453 L., citing Ennius.)
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, = σιγύνη; Alexis bei Poll. 10, 144; Ath. XII, 537 e; Mel. 128 (VII, 421); D. Sic. 20, 33. – Υ wird auch kurz gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
σῐβύνη: ἡ, καὶ σῐβύνης [ῡ], ου, ὁ, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 3, Ἀνθ. Π. 7. 421, αὐτόθι 6. 93· ― θηρευτικὴ λόγχη, καὶ καθόλου, λόγχη, δόρυ, Διόδ. 18. 27., 20. 33· ― ὑποκορ. σιβύνιον, τό, Πολύβ. 6. 23, 9, Ἡσύχ. Πρβλ. ζιβύνη, σιγύνης, συβήνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. σιγύνης.
Étymologie: DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d’autres noms d’instruments.
Greek Monolingual
και συβίνη και συβήνη, ἡ, και σιβύνης, ὁ, Α
1. θηρευτική λόγχη
2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ύνη τών λ. που φανερώνουν όργανο (πρβλ. κορ-ύνη, τορ-ύνη). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. sibyna / sybina, που θεωρήθηκε ιλλυρικό δάνειο. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. σιβύνη είναι κυπριακός τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική ρίζα και συνδέεται με τα: περσ. zōpīn (πρβλ. ζιβύνη), αρμεν. sәvīn, συρ. swbyn με σημ. «λόγχη»].