σιδηροφυής: Difference between revisions
From LSJ
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
(6_7) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηροφυής''': -ές, (φύω) ὁ τὴν φύσιν [[σιδηροῦς]] ἢ τὴν κατασκευήν, ἀμφίβ. γραφὴ παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 106, [[ἔνθα]] ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει σιδηρόφυσα, [[φυσητήριον]] σιδηρουργοῦ. | |lstext='''σῐδηροφυής''': -ές, (φύω) ὁ τὴν φύσιν [[σιδηροῦς]] ἢ τὴν κατασκευήν, ἀμφίβ. γραφὴ παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 106, [[ἔνθα]] ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει σιδηρόφυσα, [[φυσητήριον]] σιδηρουργοῦ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[φύση]] σιδήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ῥιζο</i>-<i>φυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (φύω)
A of iron nature, dub. l. in Poll.7.106, where Bekker (after cod. A, -φύσσα) reads σιδηρόφῡσα, forge-bellows.
German (Pape)
[Seite 880] ές, aus Eisen geschaffen, von eiserner Natur, nach Poll. 7, 106 Inschrift auf ciner Bildsäule des Eisenarbeiters Xanthias.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροφυής: -ές, (φύω) ὁ τὴν φύσιν σιδηροῦς ἢ τὴν κατασκευήν, ἀμφίβ. γραφὴ παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 106, ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει σιδηρόφυσα, φυσητήριον σιδηρουργοῦ.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. κατασκευασμένος από σίδηρο
2. αυτός που έχει την φύση σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ῥιζο-φυής].