σιοκόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιοκόρος''': ὁ, Λακων. ἀντὶ θεο-[[κόρος]], = [[νεωκόρος]] (ὃ ἴδε), Ἡσύχ.
|lstext='''σιοκόρος''': ὁ, Λακων. ἀντὶ θεο-[[κόρος]], = [[νεωκόρος]] (ὃ ἴδε), Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>λακων. τ.</b>) [[νεωκόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιός]], λακων. τ. του [[θεός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορέω]] [ΙΙ] «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐοκόρος Medium diacritics: σιοκόρος Low diacritics: σιοκόρος Capitals: ΣΙΟΚΟΡΟΣ
Transliteration A: siokóros Transliteration B: siokoros Transliteration C: siokoros Beta Code: sioko/ros

English (LSJ)

ὁ, Lacon. for θεο-κόρος,= νεωκόρος (q.v.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, lakonisch statt θεοκόρος, = νεωκόρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σιοκόρος: ὁ, Λακων. ἀντὶ θεο-κόρος, = νεωκόρος (ὃ ἴδε), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(λακων. τ.) νεωκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. του θεός + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω-κόρος.