σκαλαβώτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(6_19)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰλᾰβώτης''': -ου, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀσκαλαβώτης]], [[Ἑκάτη]] παρ’ Ευσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 200C· ἀλλ’ ὁ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 124, προτείνει καλαβώταις.
|lstext='''σκᾰλᾰβώτης''': -ου, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀσκαλαβώτης]], [[Ἑκάτη]] παρ’ Ευσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 200C· ἀλλ’ ὁ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 124, προτείνει καλαβώταις.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>πιθ.</b> κατάστικτη [[σαύρα]], [[ασκαλαβώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀσκαλαβώτης]] «κατάστικτη [[σαύρα]]», με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>α</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλᾰβώτης Medium diacritics: σκαλαβώτης Low diacritics: σκαλαβώτης Capitals: ΣΚΑΛΑΒΩΤΗΣ
Transliteration A: skalabṓtēs Transliteration B: skalabōtēs Transliteration C: skalavotis Beta Code: skalabw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, later form for ἀσκαλαβώτης, Orac. ap. Eus.PE 5.12 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, sp. Form für ἀσκαλαβώτης, vgl. Mein. Meandr. p. 69.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀσκαλαβώτης, Ἑκάτη παρ’ Ευσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 200C· ἀλλ’ ὁ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 124, προτείνει καλαβώταις.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].