Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκηνορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(Bailly1_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ῥάπτω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ῥάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α<br />[[κατασκευαστής]] σκηνών, αντισκήνων, [[σκηνοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δολο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνορράφος Medium diacritics: σκηνορράφος Low diacritics: σκηνορράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnorráphos Transliteration B: skēnorraphos Transliteration C: skinorrafos Beta Code: skhnorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ῥάπτω)

   A sewing tents: as Subst., tentmaker, Ael.VH2.1.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνορράφος: -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― ὡσαύτως, σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.
Étymologie: σκηνή, ῥάπτω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α
κατασκευαστής σκηνών, αντισκήνων, σκηνοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ρράφος (< ῥάπτω), πρβλ. δολο-ρράφος].