σκαῦρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(6_15) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαῦρος''': ὁ, Λατιν. scaurus, ὁ ἔχων τὰ σφυρὰ προεξέχοντα, Ἱππιατρ. (Πρβλ. [[σκαιός]]). | |lstext='''σκαῦρος''': ὁ, Λατιν. scaurus, ὁ ἔχων τὰ σφυρὰ προεξέχοντα, Ἱππιατρ. (Πρβλ. [[σκαιός]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / σκαῡρος, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> (σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης) [[γένος]] κολεόπτερων μελανόσωμων εντόμων<br /><b>μσν.</b><br />(για [[άλογο]]) αυτός του οποίου τα σφυρά προεξέχουν, που έχει τις οπλές [[προς]] τα έξω, [[στρεβλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>scaurus</i> «[[στραβοπόδαρος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Lat.
A scaurus, with deviating hoof, πόδες Hippiatr.14,104.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, lat. scaurus, mit hervorstehenden Knöcheln, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
σκαῦρος: ὁ, Λατιν. scaurus, ὁ ἔχων τὰ σφυρὰ προεξέχοντα, Ἱππιατρ. (Πρβλ. σκαιός).
Greek Monolingual
ο / σκαῡρος, ΝΜ
νεοελλ.
ζωολ. (σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης) γένος κολεόπτερων μελανόσωμων εντόμων
μσν.
(για άλογο) αυτός του οποίου τα σφυρά προεξέχουν, που έχει τις οπλές προς τα έξω, στρεβλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaurus «στραβοπόδαρος»].