σκιφίνιον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(6_21)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῐφίνιον''': τό, καλάθιον ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡσύχ.
|lstext='''σκῐφίνιον''': τό, καλάθιον ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πλέγμα]] ἐκ φοίνικος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκίφος]] (<b>βλ. λ.</b> [[κίφος]]), <b>πρβλ.</b> και [[σκιφατόμος]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐφίνιον Medium diacritics: σκιφίνιον Low diacritics: σκιφίνιον Capitals: ΣΚΙΦΙΝΙΟΝ
Transliteration A: skiphínion Transliteration B: skiphinion Transliteration C: skifinion Beta Code: skifi/nion

English (LSJ)

πλέγμα ἐκ φοίνικος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σκῐφίνιον: τό, καλάθιον ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα ἐκ φοίνικος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος), πρβλ. και σκιφατόμος.