σκολλυφόρος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6_18) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκολλυφόρος''': -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ. | |lstext='''σκολλυφόρος''': -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει μία [[τούφα]] μαλλιών στην [[κορυφή]] του κεφαλιού του, [[κοννοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκόλλυς]] «[[τρόπος]] κουρέματος» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wearing a σκόλλυς, Hsch. s.v. κοννοφόρων. σκολοβράω, to be displeased, vexed, Id. σκολοῖς· δρεπάνοις, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σκολλυφόρος: -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μία τούφα μαλλιών στην κορυφή του κεφαλιού του, κοννοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» + -φόρος].