σκόμβρος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />maquereau, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> scomber.
|btext=ου (ὁ) :<br />maquereau, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> scomber.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[λόγια]] [[ονομασία]] του ψαριού [[σκουμπρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. από το προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>scomber</i>), ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται το υποκορ. [[σκουμπρί]]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόμβρος Medium diacritics: σκόμβρος Low diacritics: σκόμβρος Capitals: ΣΚΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: skómbros Transliteration B: skombros Transliteration C: skomvros Beta Code: sko/mbros

English (LSJ)

ὁ,

   A mackerel, Scomber scomber, Epich.62, Arist.HA571a12, 597a22, 610b7, PCair.Zen.6.1 (iii B.C.); caught in the Hellespont, Hermipp.63.5, cf. Ar.Eq.1008.

German (Pape)

[Seite 902] ὁ, eine Art Thunfisch, die Makrele, lat. scomber; Ar. Equ. 1003; Ath. VII, 321.

Greek (Liddell-Scott)

σκόμβρος: ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος κατ’ ἀγέλας ζῶντος, κατατασσομένου, μετὰ τοῦ θύννου καὶ τῆς πηλαμύδος, Scomber scοmber, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 12, 6., 9. 2, 1, πρβλ. Ἐπίχ. 32 Ahr.· ἀγρεύεται δὲ ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1008.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maquereau, poisson.
Étymologie: cf. lat. scomber.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
λόγια ονομασία του ψαριού σκουμπρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. scomber), ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται το υποκορ. σκουμπρί].