σκοπιήτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite les lieux élevés (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[σκοπιά]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite les lieux élevés (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[σκοπιά]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σκοπιά]] / <i>σκοπιή</i>]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, [[ορεσίβιος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[κατάσκοπος]]».
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιήτης Medium diacritics: σκοπιήτης Low diacritics: σκοπιήτης Capitals: ΣΚΟΠΙΗΤΗΣ
Transliteration A: skopiḗtēs Transliteration B: skopiētēs Transliteration C: skopiitis Beta Code: skopih/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (σκοπιά)

   A highlander, epith. of Pan, AP6.16 (Arch.), 34 (Rhian.), 109 (Antip.). (Glossed κατάσκοπος by Suid.)

German (Pape)

[Seite 903] ὁ, 1) der Späher, Kundschafter. – 2) der Bergbewohner; Πάν, Archi 7 (VI, 16); σκοπιῆτα Rhian. 8 (VI, 34).

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιήτης: -ου, ὁ, (σκοπιὰ) ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 16, 34, 109· ἔνθα ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «κατάσκοπος, πρόσκοπος», ἐκ τοῦ σκοπιάω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite les lieux élevés (Pan).
Étymologie: σκοπιά.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκοπιά / σκοπιή]
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος».