σκυτεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_21) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῡτεῖον''': τό, [[ἐργαστήριον]] σκυτοτόμου, ὑποδηματοποιεῖον, Τέλης παρὰ Στοβ. 95. 21, Βίος Ὁμ. 9. | |lstext='''σκῡτεῖον''': τό, [[ἐργαστήριον]] σκυτοτόμου, ὑποδηματοποιεῖον, Τέλης παρὰ Στοβ. 95. 21, Βίος Ὁμ. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[σκυτεύς]]<br />το [[εργαστήρι]] του σκυτέως, το [[υποδηματοποιείο]], το [[τσαγκαράδικο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A shoemaker's workshop, Hp. Epid.4.20, Teles p.46 H., Vit.Hom.9.
German (Pape)
[Seite 908] τό, Schusterwerkstätte, Sp., wie Schol. Luc. Necyom. 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτεῖον: τό, ἐργαστήριον σκυτοτόμου, ὑποδηματοποιεῖον, Τέλης παρὰ Στοβ. 95. 21, Βίος Ὁμ. 9.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκυτεύς
το εργαστήρι του σκυτέως, το υποδηματοποιείο, το τσαγκαράδικο.