σόγχος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σόγχος''': ὁ, [[σκολυμώδης]] [[βοτάνη]], «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ [[σόγκος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «[[λάχανον]] ἄγριον» Ἡσύχ. | |lstext='''σόγχος''': ὁ, [[σκολυμώδης]] [[βοτάνη]], «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ [[σόγκος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «[[λάχανον]] ἄγριον» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σόγκος]] Α, και [[σόχος]] Ν<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]], ένα [[είδος]] του οποίου [[είναι]] [[σήμερα]] κοινώς γνωστό ως [[ζοχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sow-thistle, Sonchus aspera, Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro Fr.2.1, Thphr.HP4.6.10,6.4.3,8, Nic.Fr.71, Hegesand. 9 (where ἐξογκοῖτ' is a pun on ἐκσογκοῖτ'). II σ. τρυφερός, milkweed, Sonchus oleraceus, Ps.-Dsc.2.131.
German (Pape)
[Seite 912] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σόγχος: ὁ, σκολυμώδης βοτάνη, «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «λάχανον ἄγριον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σόγκος Α, και σόχος Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα, ένα είδος του οποίου είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως ζοχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].