στασιοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰσιοποιός''': -όν, ὁ διενεργῶν στάσιν, [[στασιαστικός]], ἀνταρτικός, Ἰωσήπ. Βίος 27· -στασιοποιέω, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 17. 5, 5 καὶ στασιοποιία, ἡ, Ὀλυμπιόδ. ἐν τοῖς Α. Β. 1419. | |lstext='''στᾰσιοποιός''': -όν, ὁ διενεργῶν στάσιν, [[στασιαστικός]], ἀνταρτικός, Ἰωσήπ. Βίος 27· -στασιοποιέω, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 17. 5, 5 καὶ στασιοποιία, ἡ, Ὀλυμπιόδ. ἐν τοῖς Α. Β. 1419. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, ΜΑ<br />αυτός που προκαλεί [[στάση]], [[αναταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάσις]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A causing sedition, J.Vit.27.
German (Pape)
[Seite 929] ὁ, Aufwiegler, neben νεωτεριστής Ios. de vit. 27.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιοποιός: -όν, ὁ διενεργῶν στάσιν, στασιαστικός, ἀνταρτικός, Ἰωσήπ. Βίος 27· -στασιοποιέω, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 17. 5, 5 καὶ στασιοποιία, ἡ, Ὀλυμπιόδ. ἐν τοῖς Α. Β. 1419.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που προκαλεί στάση, αναταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ποιός].