στερεοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(6_19) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερεοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ βαίνων στερεῶς, σταθερῶς, [[λέξις]] ἀρχιτεκτονική, Vitruv. de archit. ΙΙΙ. 4. 1. | |lstext='''στερεοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ βαίνων στερεῶς, σταθερῶς, [[λέξις]] ἀρχιτεκτονική, Vitruv. de archit. ΙΙΙ. 4. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αρχιτ.</b> [[βάθρο]] [[χωρίς]] εξέχουσες γλυφές<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεμέλιο]] οικοδομής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐρημο</i>-[[βάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A foundation course of a building, Vitr.3.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοβάτης: -ου, ὁ, ὁ βαίνων στερεῶς, σταθερῶς, λέξις ἀρχιτεκτονική, Vitruv. de archit. ΙΙΙ. 4. 1.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
αρχιτ. βάθρο χωρίς εξέχουσες γλυφές
αρχ.
θεμέλιο οικοδομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ἐρημο-βάτης.