στερεομέτρης: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(6_19)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεομέτρης''': -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.
|lstext='''στερεομέτρης''': -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που μετρά [[στερεά]] σώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μέτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>γεω</i>-<i>μέτρης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεομέτρης Medium diacritics: στερεομέτρης Low diacritics: στερεομέτρης Capitals: ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: stereométrēs Transliteration B: stereometrēs Transliteration C: stereometris Beta Code: stereome/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who measures solids, Gal.Thras.47.

German (Pape)

[Seite 936] ὁ, der feste Körper Messende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μετρά στερεά σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω-μέτρης].