στερροσώματος: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6_18) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερροσώματος''': -ον, ὁ ἔχων στερεὸν [[σῶμα]], Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ [[στερνοσώματος]], ἴδε Meineke ἐν τόπῳ. | |lstext='''στερροσώματος''': -ον, ὁ ἔχων στερεὸν [[σῶμα]], Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ [[στερνοσώματος]], ἴδε Meineke ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει στερεό, ισχυρό [[σώμα]] ή [[στερεά]] [[κατασκευή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>σώματος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).
Greek (Liddell-Scott)
στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλο-σώματος].