στλέγγιστρον: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(6_21)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στλέγγιστρον''': τό, = [[στλεγγίς]], Γλωσσ. ἐν τῷ τύπῳ στέλγ-.
|lstext='''στλέγγιστρον''': τό, = [[στλεγγίς]], Γλωσσ. ἐν τῷ τύπῳ στέλγ-.
}}
{{grml
|mltxt=και [[στέλγιστρον]] και [[στέργγιστρον]], τὸ, Α<br />[[στλεγγίδα]], [[ξύστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στλεγγίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κόμισ</i>-<i>τρον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στλέγγιστρον Medium diacritics: στλέγγιστρον Low diacritics: στλέγγιστρον Capitals: ΣΤΛΕΓΓΙΣΤΡΟΝ
Transliteration A: stléngistron Transliteration B: stlengistron Transliteration C: stleggistron Beta Code: stle/ggistron

English (LSJ)

τό,= στλεγγίς, EM725.48 in marg., in forms στέλγ- and στέργ-.

German (Pape)

[Seite 945] τό, seltener στέλγιστρον, = στλεγγίς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στλέγγιστρον: τό, = στλεγγίς, Γλωσσ. ἐν τῷ τύπῳ στέλγ-.

Greek Monolingual

και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α
στλεγγίδα, ξύστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κόμισ-τρον)].