στρατύλλαξ: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(6_15) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρᾰτύλλαξ''': ὁ, κώμικ. ὑποκορ., Λατ. imperatorculus, Κικ. πρ. Ἀττ. 16151. | |lstext='''στρᾰτύλλαξ''': ὁ, κώμικ. ὑποκορ., Λατ. imperatorculus, Κικ. πρ. Ἀττ. 16151. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />(κωμική λ.) <b>υποκορ.</b> [[ασήμαντος]] [[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]], με εκφραστικό [[ένθημα]] -<i>υλλ</i>- και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, perh. Comic Dim. of στρατηγός,
A toy captain, Cic. Att.16.15.3.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, kom., lim., das lat. imperatorculus, Cic. Att. 16, 15, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτύλλαξ: ὁ, κώμικ. ὑποκορ., Λατ. imperatorculus, Κικ. πρ. Ἀττ. 16151.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
(κωμική λ.) υποκορ. ασήμαντος στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, με εκφραστικό ένθημα -υλλ- και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ)].