συγκάθεδρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(6_15) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκάθεδρος''': ὁ, τὴν αὐτὴν καθέδραν κατέχων, [[πάρεδρος]], Μακάρ. 604D, Παλλαδ. Λαυσ. 1233C, κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 465. | |lstext='''συγκάθεδρος''': ὁ, τὴν αὐτὴν καθέδραν κατέχων, [[πάρεδρος]], Μακάρ. 604D, Παλλαδ. Λαυσ. 1233C, κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 465. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ό, ΜΑ<br />αυτός που παρακάθεται στην [[ίδια]] [[έδρα]], [[πάρεδρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>εδρος</i>, <i>σύν</i>-<i>εδρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A assessor, colleague, Ulp. ad D.21.178, Hsch. s.v. συνθάκων; condemned by Thom.Mag. p.292 R.
German (Pape)
[Seite 963] mit beisitzend, Lob. Phryn. 465.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάθεδρος: ὁ, τὴν αὐτὴν καθέδραν κατέχων, πάρεδρος, Μακάρ. 604D, Παλλαδ. Λαυσ. 1233C, κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 465.
Greek Monolingual
ό, ΜΑ
αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατά + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, σύν-εδρος].