συκομάμμας: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_15) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκομάμμας''': ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, [[εὐήθης]], μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. [[βλιτομάμμας]]. | |lstext='''σῡκομάμμας''': ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, [[εὐήθης]], μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. [[βλιτομάμμας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ευήθης]], [[χαζός]] ή [[μαμμόθρεφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> [[μάμμη]] (<b>πρβλ.</b> <i>βλιτο</i>-<i>μάμμας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A poltroon, Sch.Pl.Alc.1.118e; cf. βλιτομάμμας.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκομάμμας: ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, εὐήθης, μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. βλιτομάμμας.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο-μάμμας)].