συμβολαιογράφος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμβολαιογράφος''': [ᾰ], ὁ, ὁ γράφων συμβόλαια, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8855· «[[συμβολαιογράφος]]· ὁ τὰ συμβόλαια γράφων» Ἡσύχ. | |lstext='''συμβολαιογράφος''': [ᾰ], ὁ, ὁ γράφων συμβόλαια, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8855· «[[συμβολαιογράφος]]· ὁ τὰ συμβόλαια γράφων» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμισθος]] [[δημόσιος]] [[λειτουργός]] [[εντεταλμένος]] με τη [[σύνταξη]] και [[φύλαξη]] δημόσιων εγγράφων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δικαστικός]] [[υπάλληλος]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[αρμόδιος]] για τη [[σύνταξη]] τών συμβολαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβόλαιο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A notary, MAMA3.460 (Corycus), PThead. 10.22 (iv A.D.), Hsch., Cod.Just.4.21.16.1.
German (Pape)
[Seite 978] Vergleiche, Verträge, Contracte schreibend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
συμβολαιογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ γράφων συμβόλαια, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8855· «συμβολαιογράφος· ὁ τὰ συμβόλαια γράφων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
άμισθος δημόσιος λειτουργός εντεταλμένος με τη σύνταξη και φύλαξη δημόσιων εγγράφων
μσν.-αρχ.
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος είναι αρμόδιος για τη σύνταξη τών συμβολαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβόλαιο(ν) + -γράφος].