συμμετέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συμμετασχήσω;<br />avoir <i>ou</i> prendre part : τινος à qch ; τινί τινος avec qqn à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μετέχω]].
|btext=<i>f.</i> συμμετασχήσω;<br />avoir <i>ou</i> prendre part : τινος à qch ; τινί τινος avec qqn à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μετέχω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[συμμετίσχω]] Α<br />[[μετέχω]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συμμερίζομαι]] («[[συμμετέχω]] στον πόνο σου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μετέχω]] «[[συμμετέχω]], [[παίρνω]] [[μερίδιο]]»].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετέχω Medium diacritics: συμμετέχω Low diacritics: συμμετέχω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΕΧΩ
Transliteration A: symmetéchō Transliteration B: symmetechō Transliteration C: symmetecho Beta Code: summete/xw

English (LSJ)

   A partake of with, take part in with, c. dat. pers. et gen. rei, Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν E.Ba.63; τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας, Plu.Pyrrh.4, TG4: c. dat. pers., PLond.5.1660.19 (viA.D.): c. gen. rei, δορός E.Supp.648; τοῦ ἔργου X.An.7.8.17 (v.l.); βουλῆς Arist.Pol.1330a21: abs., Pl.Tht.181c: cf. συμμετίσχω.

German (Pape)

[Seite 981] (s. ἔχω), mit Theil haben; συμμετασχόντες δορός, Eur. Suppl. 648, wie Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Bacch. 63; συμμέτεχε καὶ σύ, Plat. Theaet. 181 c; βουλόμενος συμμετασχεῖν τοῦ ἔργου, Xen. An. 7, 8, 17; τῆς μάχης, Plut. Pyrrh. 4; Luc. Charid. 7.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετέχω: μετέχω, λαμβάνω μέρος μετά τινος εἴς τι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Εὐρ. Βάκχ. 63· τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας Πλουτ. Πύρρ. 4, κτλ.· μετὰ μόνης γενικῆς, δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 648· τοῦ ἔργου Ξεν. Ἀνάβ. 7. 8, 17· βουλῆς Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 12· ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 181C· πρβλ. συμμετίσχω.

French (Bailly abrégé)

f. συμμετασχήσω;
avoir ou prendre part : τινος à qch ; τινί τινος avec qqn à qch.
Étymologie: σύν, μετέχω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ποιητ. τ. συμμετίσχω Α
μετέχω σε κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους
νεοελλ.
συμμερίζομαισυμμετέχω στον πόνο σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μετέχω «συμμετέχω, παίρνω μερίδιο»].