Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβουλευτής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_19)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβουλευτής''': -οῦ, ([[συμβουλεύω]]) ὁ συμβουλεύων, Λατιν. auctor, Πλάτ. Νόμ. 921Α. ΙΙ. (βουλευτὴς) [[σύντροφος]] [[βουλευτής]], ὁ [[ὁμοῦ]] ὢν [[βουλευτής]], Δείναρχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 159, Δίων Κ. 59. 26.
|lstext='''συμβουλευτής''': -οῦ, ([[συμβουλεύω]]) ὁ συμβουλεύων, Λατιν. auctor, Πλάτ. Νόμ. 921Α. ΙΙ. (βουλευτὴς) [[σύντροφος]] [[βουλευτής]], ὁ [[ὁμοῦ]] ὢν [[βουλευτής]], Δείναρχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 159, Δίων Κ. 59. 26.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[συμβουλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, [[σύμβουλος]]<br /><b>2.</b> [[βουλευτής]] από την [[ίδια]] [[περιφέρεια]] ή [[κατά]] την [[ίδια]] χρονική περίοδο με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) [[συγκλητικός]] [[κατά]] την [[ίδια]] περίοδο με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβουλευτής Medium diacritics: συμβουλευτής Low diacritics: συμβουλευτής Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΗΣ
Transliteration A: symbouleutḗs Transliteration B: symbouleutēs Transliteration C: symvouleftis Beta Code: sumbouleuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A adviser, counsellor, Pl.Lg. 921a, LXX 1 Es.8.11.    II (βουλευτής) fellow-councillor or -senator, Din.Fr.89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, PGiss.34.7 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλευτής: -οῦ, (συμβουλεύω) ὁ συμβουλεύων, Λατιν. auctor, Πλάτ. Νόμ. 921Α. ΙΙ. (βουλευτὴς) σύντροφος βουλευτής, ὁ ὁμοῦ ὢν βουλευτής, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159, Δίων Κ. 59. 26.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμβουλεύω
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος
2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον
αρχ.
(στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον.