συμπεριφθείρομαι: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιφθείρομαι]]. | |btext=périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιφθείρομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[περιφθείρομαι]]<br />διαφθείρομαι [[κατά]] την [[συναναστροφή]] μου με κάποιον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A go about with any one to one's own ruin, Luc.Pseudol.18, Ath.7.289c; cf. φθείρω 11.
German (Pape)
[Seite 987] pass., zu seinem eigenen od. Anderer Verderben herumgehen; Luc. Pseudol. 18; Ath. VII, 289 c.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριφθείρομαι: παθ., περιφέρομαι μετά τινος πρὸς ἰδίαν μου βλάβην ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ψευδολ. 18, Ἀθήν. 289C· πρβλ. φθείρω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιφθείρομαι.
Greek Monolingual
Α περιφθείρομαι
διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον.