συμπλεκής: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_8)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπλεκής''': -ές, ὁ συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 38.
|lstext='''συμπλεκής''': -ές, ὁ συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 38.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />μπλεγμένος, μπερδεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκος]], <i>το</i> «[[πλέγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αμφι</i>-<i>πλεκής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλεκής Medium diacritics: συμπλεκής Low diacritics: συμπλεκής Capitals: ΣΥΜΠΛΕΚΗΣ
Transliteration A: symplekḗs Transliteration B: symplekēs Transliteration C: symplekis Beta Code: sumplekh/s

English (LSJ)

ές,

   A entwined, entangled, Nonn.D.3.27, al.

German (Pape)

[Seite 988] ές, verflochten, verbunden, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλεκής: -ές, ὁ συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 38.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
μπλεγμένος, μπερδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. αμφι-πλεκής].