συνεξανίστημι: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> exciter avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>II.</b> <i>intr., à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever avec;<br /><b>2</b> se soulever avec : [[πρός]] [[τι]] contre qch;<br /><b>3</b> croître <i>ou</i> pousser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξανίστημι]]. | |btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> exciter avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>II.</b> <i>intr., à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever avec;<br /><b>2</b> se soulever avec : [[πρός]] [[τι]] contre qch;<br /><b>3</b> croître <i>ou</i> pousser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξανίστημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A stir up or excite together, Plu.2.44c. II Pass., with aor. 2 and pf.Act., rise and come forth with, Id.Ages.12; to be roused to action or ready for action with or together, ἅμα τισί Id.Pyrrh.11; πρός τι Id.Dem.18, Cat. Mi.59; σ. τοῖς καιροῖς Plb.16.9.4. 2 rise in rebellion, revolt along with or together, Id.5.39.4, etc.; τινι D.C.71.27. 3 to be in enthusiastic sympathy with, τούτῳ ταῖς ὁρμαῖς, of the crowd at a wrestling-match, Plb.27.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξανίστημι: ἐξανίστημι, διεγείρω ἢ ἐξεγείρω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 44C. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, ἐγείρομαι καὶ προσέρχομαι μετά τινος, διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 27, Πλουτ. Ἀγησ. 12, κτλ.· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πύρρῳ 11· σ. τοῖς καιροῖς Πολύβ. 16. 9, 4. 2) ἐγείρομαι ἐν ἀποστασίᾳ, ἀποστατῶ, ἐπαναστατῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 71. 28· πρός τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, κλπ.
French (Bailly abrégé)
I. tr. exciter avec ou en même temps;
II. intr., à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.
1 se lever avec;
2 se soulever avec : πρός τι contre qch;
3 croître ou pousser avec.
Étymologie: σύν, ἐξανίστημι.
Greek Monolingual
Α ἐξανίστημι
1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.)
2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι
α) προσέρχομαι με κάποιον
β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον («Πύρρος τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», Πλούτ.)
γ) μτφ. συμμορφώνομαι με κάτι («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, Πολ.)
δ) εγείρομαι μαζί με άλλον σε αποστασία («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)
ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό υπέρ κάποιου.