συγγραμμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σύγγραμμα]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σύγγραμμα]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i>]<br />υποκορ. του [[σύγγραμμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i>]<br />υποκορ. του [[σύγγραμμα]].
|mltxt=τὸ, Α [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i>]<br />υποκορ. του [[σύγγραμμα]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγραμμάτιον Medium diacritics: συγγραμμάτιον Low diacritics: συγγραμμάτιον Capitals: ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: syngrammátion Transliteration B: syngrammation Transliteration C: syggrammation Beta Code: suggramma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σύγγραμμα, Luc.Herod.1, Longin.1.1.

German (Pape)

[Seite 962] τό, dim. von σύγγραμμα, Büchlein, kleine Schrift, Luc. Herod. 1.

Greek (Liddell-Scott)

συγγραμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Λουκιαν. Ἡρόδ. 1, Λογγῖν. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σύγγραμμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α σύγγραμμα, -άμματος]
υποκορ. του σύγγραμμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α σύγγραμμα, -άμματος]
υποκορ. του σύγγραμμα.