Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυφότητα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[στυφότης]], -ητος, ΝΜΑ [[στυφός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για εδώδιμα) η [[ιδιότητα]] του στυφού, [[στυφή]] [[γεύση]], [[στυφάδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σοβαρότητα]] ή [[αυστηρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνότητα]], [[στερεότητα]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[στυφότης]], -ητος, ΝΜΑ [[στυφός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για εδώδιμα) η [[ιδιότητα]] του στυφού, [[στυφή]] [[γεύση]], [[στυφάδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σοβαρότητα]] ή [[αυστηρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνότητα]], [[στερεότητα]].
|mltxt=η / [[στυφότης]], -ητος, ΝΜΑ [[στυφός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για εδώδιμα) η [[ιδιότητα]] του στυφού, [[στυφή]] [[γεύση]], [[στυφάδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σοβαρότητα]] ή [[αυστηρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνότητα]], [[στερεότητα]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / στυφότης, -ητος, ΝΜΑ στυφός
νεοελλ.-μσν.
(για εδώδιμα) η ιδιότητα του στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα
μσν.-αρχ.
μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα
αρχ.
πυκνότητα, στερεότητα.

Greek Monolingual

η / στυφότης, -ητος, ΝΜΑ στυφός
νεοελλ.-μσν.
(για εδώδιμα) η ιδιότητα του στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα
μσν.-αρχ.
μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα
αρχ.
πυκνότητα, στερεότητα.