Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκαταίρω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aborder ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταίρω]].
|btext=aborder ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φθάνω]] στο [[λιμάνι]] [[μαζί]], προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταίρω]] (για πλοία) «[[φθάνω]] στο [[λιμάνι]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φθάνω]] στο [[λιμάνι]] [[μαζί]], προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταίρω]] (για πλοία) «[[φθάνω]] στο [[λιμάνι]]»].
|mltxt=Α<br />[[φθάνω]] στο [[λιμάνι]] [[μαζί]], προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταίρω]] (για πλοία) «[[φθάνω]] στο [[λιμάνι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταίρω Medium diacritics: συγκαταίρω Low diacritics: συγκαταίρω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: synkataírō Transliteration B: synkatairō Transliteration C: sygkatairo Beta Code: sugkatai/rw

English (LSJ)

   A come to land together, Plu.Crass.20, Lib.Or.61.4: metaph., αἱ νῖκαι σ. τινὶ εἰς μητρόπολιν Them.Or.3.42b.

German (Pape)

[Seite 965] (s. αἴρω), mit od. zugleich ankommen, im Hafen, Pol. 1, 52, 6, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταίρω: προσορμίζομαι ὁμοῦ, τὰ σιτηγὰ συγκαταίροντα πρὸς τὸ στρατόπεδον Πλουτ. Κράσσ. 20, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 1. 52. 6· μεταφορ., αἱ νῖκαι... συγκαταίρουσι τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν τροπαίων Θεμίστ. 42Β.

French (Bailly abrégé)

aborder ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, καταίρω.

Greek Monolingual

Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].

Greek Monolingual

Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].