συγγραμματοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγραμμᾰτοφύλαξ''': ὁ [[φύλαξ]] συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. [[ῥητροφύλαξ]].
|lstext='''συγγραμμᾰτοφύλαξ''': ὁ [[φύλαξ]] συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. [[ῥητροφύλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[βιβλιοθηκάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] <b>πρβλ.</b> <i>χρηματο</i>-[[φύλαξ]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[βιβλιοθηκάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] <b>πρβλ.</b> <i>χρηματο</i>-[[φύλαξ]])].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[βιβλιοθηκάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] <b>πρβλ.</b> <i>χρηματο</i>-[[φύλαξ]])].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγραμμᾰτοφύλαξ Medium diacritics: συγγραμματοφύλαξ Low diacritics: συγγραμματοφύλαξ Capitals: ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: syngrammatophýlax Transliteration B: syngrammatophylax Transliteration C: syggrammatofylaks Beta Code: suggrammatofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A keeper of books, Sch.Luc.Apol.2, Suid. s.v. ῥῆτραι.

German (Pape)

[Seite 962] ακος, ὁ, Schriftbewahrer, bei Suid. Erkl. von ῥητροφύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγραμμᾰτοφύλαξ: ὁ φύλαξ συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. ῥητροφύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
βιβλιοθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, -άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
βιβλιοθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, -άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].